-
1 щётка
щётка ж η βούρτσα· зубная \щётка η οδοντόβουρτσα; \щётка для обуви η βούρτσα για τα παπούτσια* * *жη βούρτσαзубна́я щётка — η οδοντόβουρτσα
щётка для о́буви — η βούρτσα για τα παπούτσια
-
2 щетка
щеткаж ἡ βούρτσα, ἡ ψήκτρα:зубная \щетка ἡ ὁδοντόβουρτσα· сапожная \щетка ἡ βούρτσα γιά τά παπούτσια· чистить \щеткаой βουρτσίζω.
См. также в других словарях:
βούρτσα — η αντικείμενο από τρίχες, συρμάτινα νήματα ή συνθετικές ίνες στερεωμένες σε μια βάση διαφόρων σχημάτων, με το οποίο ξεσκονίζουμε, καθαρίζουμε ή γυαλίζουμε: Βούρτσα για τα ρούχα. – Βούρτα για τα παπούτσια. – Ο μπογιατζής βάφει με βούρτσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)